ὑπακούῃ

ὑπακούῃ
ὑπακούω
hearken
pres subj mp 2nd sg
ὑπακούω
hearken
pres ind mp 2nd sg
ὑπακούω
hearken
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • πειθηνίς — ίδος, ἡ Α [πειθήνιος] (θηλ. επίθ.) υπάκουη, ευπειθής, πειθαρχική …   Dictionary of Greek

  • Ζαξ, Χανς — (Ηans Sachs, Νυρεμβέργη 1494 – 1576). Γερμανός ποιητής. Με προτροπή του πατέρα του, ο οποίος ήταν ράφτης, ακολούθησε το επάγγελμα του υποδηματοποιού. Μελέτησε λατινικά και έζησε μέσα στην ατμόσφαιρα του γερμανικού ουμανισμού, σε μια κοινωνία… …   Dictionary of Greek

  • ՀՆԱԶԱՆԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0105 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 11c, 12c գ. ὐπακουή, ἑπακρόασις obedientia, auscultatio ὐποταγή subjectio. Հնազանդիլն. հնազանդն գոլ. լսողութիւն. անսացողութիւն. ունկնդրութիւն. հլութիւն. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”